- θεόσωστος
- -η, -ο (Μ θεόσωστος, -ον)αυτός που σώζεται ή σώθηκε από τον θεό, αυτός που προστατεύεται από τον θεό.[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο-* + σώζω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
богосъпасеныи — (2*) пр. Хранимый, опекаемый богом, богоспасаемый: оц҃ю на(ш)му по д҃х. сщ҃нму еп(с)пу iосi(ѳ) б҃осп҃сноѣ обла(с) рѩзань(с)ѣ. КР 1284, 402г (запись); иже бо тако помышлѩѥть. б҃осп҃снъ будеть. неприкосновенъ. оудобренъ (ϑεόσωστος) ФСт XIV, 94б … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
θεο- — (AM θεο ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής ελληνικής που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον θεό (ή τους θεούς) ή για χάρη τού θεού ή έχει ως αντικείμενο τον θεό («θεόδμητος», «θεοσεβής», «θεόφρων»)… … Dictionary of Greek